-
1 ἀ-δικέω
ἀ-δικέω, ein ἄδικος sein, bei H. h. Cer-367, den Göttern die verdiente Ehrfurcht versagen; τἀ τῶν ϑεῶν ἀδικεῖν Eur. Phoen. 972; gew. wie Arist. Rhet. 1, 9 erkl.: τὸ ἀδικεῖν ἐστὶ τὸ βλάπτειν έκόντα παρὰ τὸν νόμον, d. i. absichtlich und wider das Gesetz Jemandem schaden, ihn beeinträchtigen, beleidigen; Aesch. abs. τὸ μὴ 'δικεῖν Eum. 85. 661. 719, wie Eur. Phoen. 527, Unrecht thun, wo der Ggstz εὐσεβεῖν, wie Xen. οἱ ἀδικοῦντες entgegengesetzt den ἀναίτιοι, Hell. 1, 7, 10, u. so öfter in Prosa absolut ( praes. ἀδικῶ, ich habe ein Unrecht begangen); auch im mildern Sinne, ἠδίκουν ἂν οὐκ ἀγανακτῶν τῷ ϑανάτῳ Plat. Phaed. 63 b, so wäre es wohl Unrecht von mir, daß ich nicht; – Soph. schon mit dem acc., Phil. 1024; dah. auch pass., ἀδικηϑῶ O. C. 171, u. so gew. in att. Prosa, seltener περί τινα oder εἴς τινα. Auch die Sache wird noch durch ein pronomen ausgedrückt, im acc. hinzugesetzt: τί οὥν ἀδικοῠμεν τοῠτό σε Ar. Plut. 460, was thun wir dir hierin für Unrecht; so ἀδικεῖν τινα τὰ μέγιστα, τὰ ἔσχατα, Plat. μεγάλα ἀδικήματα Alc. I, 113 d; ἀδικίαν Rep. I, 344 c III, 404 at – γῆν ἀδικεῖν, das Land verwüsten, Thuc. 2, 71, u. öfter; Sp., wie Plut. brauchen es auch von leblosen Dingen. – Pass. mit fat. ἀδικήσομαι Eur. I. A. 1437; Thuc. 5, 56. 6, 87; Plat. Gorg. 509 d; Isocr. 2, 16 Bekker; beeinträchtigt, ungerecht behandelt wer den, Unrecht leiden, τὸ ἀδικεῖν τοῦ ἀδικεῖσϑαι κάκιον Plat. Gorg. 473 a; αὐτὸς ἠδίκημαι τοῠτο ὑπὸ σοῠ Luc. Tim. 38; vgl. τρία μέγιστα ἠδίκησϑε Aesch. 3, 84. Bei Plat. Rep. IV, 430e X, 608 d Charm. 156 a ist εἰ μὴ ἀδικῶ eine bescheiden ausgedrückte Behauptung, etwa: wenn ich nicht irre, d. i. u. das mit Recht.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek
Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek